δαπανηρόν

δαπανηρόν
δαπανηρός
lavish
masc acc sg
δαπανηρός
lavish
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δαπανηρός — ή, ό (AM δαπανηρός, ά, όν) [δαπάνη] 1. όποιος απαιτεί μεγάλη δαπάνη ή πολλά έξοδα 2. (για πρόσωπα) αυτός που ξοδεύει πολλά, ο σπάταλος αρχ. φρ. «δαπανηρὸν πῡρ» φωτιά που εξαφανίζει, που καταστρέφει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”